- κύπειρις
- κύπειρις [ῠ], ιδος, ἡ, = sq. 2, Nic.Al.591:—also [full] κύπηρις, εως, ἡ, POxy.374 (i A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κύπειρις — κύπειρις, ιδος και κυπειρίς, ίδος και κύπηρις, εως, ἡ (Α) βλ. κύπερη … Dictionary of Greek
κυπείριδος — κύπειρις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύπερη — η, και κύπειρος, ο, η (Α κύπειρος, δωρ. τ. κύπαιρος, ιων. τ. κύπερος, ὁ, και κύπειρις, ιδος και κυπειρίς, ίδος και κύπηρις, εως, ἡ, και κύπειρον, τὸ) ονομασία, κοινή σήμερα, τών ελληνικών ειδών τού γένους κύπερος και ειδικότερα τού ζιζανίου… … Dictionary of Greek